- αλόχευτος
- ἀλόχευτος, -ον (Μ) [λοχεύω]1. αυτός που γεννήθηκε δίχως λοχεία, με τρόπο δηλ. μη φυσικό (ως επίθ. τού Χριστού, αλλά και τής θεάς Αθηνάς)2. αυτός που δεν γεννήθηκε ακόμη, αγέννητος3. αυτή που δεν έχει υποστεί τις ωδίνες τού τοκετού, παρθένος.
Dictionary of Greek. 2013.